8. Ου κλέψεις
Πήρε το κάθετο δρομάκι από τη μάντρα και περπάτησε για απροσδιόριστο χρόνο δίχως ξεκάθαρη σκέψη. Το αδειανό του στομάχι έβγαζε θηριώδεις βρυχηθμούς, αλλά αυτός δεν άκουγε τίποτα. Στο νου του είχε μόνο καρφωθεί το βλέμμα της μάνας που κείτονταν στην προηγούμενη διασταύρωση με το νεκρό βρέφος στην αγκαλιά της. Βλέμμα στο κενό, γεμάτο ανείπωτο πόνο και παραφροσύνη αντάμα. Σκόνταψε σε μια πέτρα. Δεν ήταν πέτρα. Κοίταξε ασυναίσθητα κάτω, αλλά την προσοχή του απέσπασε το κάρο του Δήμου που μάζευε άψυχα κορμιά. Τώρα πια περπατούσε χωρίς σκοπό, χωρίς σκεπτικό. Στη στροφή είδε ένα Γερμανικό καμιόνι με κουραμάνες. Ως φυσικό αντανακλαστικό, δίχως λογική, χύμηξε κι άρπαξε μία, γύρισε κι άρχισε να τρέχει. Στα πέντε βήματα τον πρόλαβε ο αξιωματικός. “Du sollst nicht stehlen” κραύγασε, «ου κλέψεις». Και πυροβόλησε.
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στο συλλογικό έργο "Δεκάλογος" τον Ιούνιο του 2019 από τις εκδόσεις του Alte Fablon. Η φωτογραφία είναι της Φρόσως Μπασματζίδου, επίσης, από τον "Δεκάλογο".
Σχόλια