8. Ου κλέψεις

Ξεκίνησε την αναζήτηση το χάραμα. Πέρασε από όλα τα πιθανά σημεία. Παρακάλεσε όλα τα πρόσωπα που συνάντησε. Χωρίς αποτέλεσμα. Κάποιος του είπε να πάει στους Ιταλούς. Άλλαξε κατεύθυνση κι άρχισε να περπατά με γοργά μικρά-μικρά βήματα, στο παράξενό του στιλ που τόσες φορές προκαλούσε την κοροϊδία. Όταν ανέβαζε ταχύτητα, το κοντό παντελονάκι που επέπλεε πάνω στα κοκαλιάρικα πόδια του, φάνταζε σαν πανί ιστιοφόρου που ανεμοδέρνεται στη φουρτούνα. Φτάνοντας, χώθηκε μέσα στο πλήθος που πολιορκούσε μια σιδερένια δίφυλλη μαντρόπορτα. Γιομάτος ελπίδα, ένωσε τη φωνή του με τους υπόλοιπους “per favore, per favore”. Η απάντηση, ένας μικρός θάνατος μέσα του: “non ha niente”, «δεν έχει τίποτα».

Πήρε το κάθετο δρομάκι από τη μάντρα και περπάτησε για απροσδιόριστο χρόνο δίχως ξεκάθαρη σκέψη. Το αδειανό του στομάχι έβγαζε θηριώδεις βρυχηθμούς, αλλά αυτός δεν άκουγε τίποτα. Στο νου του είχε μόνο καρφωθεί το βλέμμα της μάνας που κείτονταν στην προηγούμενη διασταύρωση με το νεκρό βρέφος στην αγκαλιά της. Βλέμμα στο κενό, γεμάτο ανείπωτο πόνο και παραφροσύνη αντάμα. Σκόνταψε σε μια πέτρα. Δεν ήταν πέτρα. Κοίταξε ασυναίσθητα κάτω, αλλά την προσοχή του απέσπασε το κάρο του Δήμου που μάζευε άψυχα κορμιά. Τώρα πια περπατούσε χωρίς σκοπό, χωρίς σκεπτικό. Στη στροφή είδε ένα Γερμανικό καμιόνι με κουραμάνες. Ως φυσικό αντανακλαστικό, δίχως λογική, χύμηξε κι άρπαξε μία, γύρισε κι άρχισε να τρέχει. Στα πέντε βήματα τον πρόλαβε ο αξιωματικός. “Du sollst nicht stehlen” κραύγασε, «ου κλέψεις». Και πυροβόλησε.

Το κείμενο δημοσιεύτηκε στο συλλογικό έργο "Δεκάλογος" τον Ιούνιο του 2019 από τις εκδόσεις του Alte Fablon. Η φωτογραφία είναι της Φρόσως Μπασματζίδου, επίσης, από τον "Δεκάλογο".

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Στην εκπομπή "Allegro μα με τρόπο"

4. Μνήσθητι την ημέραν του Σαββάτου