Μείωση ή αύξηση των εταιρικών φόρων;

Του Χρήστου Γραμπόβα*

Μετά την παρουσίαση από τον Πρόεδρο της Νέας Δημοκρατίας του οικονομικού του προγράμματος έχει ανοίξει η συζήτηση σχετικά με την πρόταση για μεγάλη μείωση της φορολογίας των εταιρικών κερδών. Η κυβέρνηση είναι σύμφωνη με τη συγκεκριμένη πολιτική καθώς τα τελευταία δύο χρόνια την έχει εφαρμόσει, ακολουθώντας τις επιλογές τις προηγούμενης κυβέρνησης, μειώνοντας τους σχετικούς συντελεστές από το 25% το 2009 στο 20% το 2011, παρά το δραματικό δημοσιονομικό πρόβλημα. Ωστόσο, φαίνεται να διαφωνεί στην περαιτέρω μείωση σήμερα, καθώς προσπαθεί να αυξήσει τα υπό κατάρρευση φορολογικά έσοδα.

Η γενική ιδέα πίσω από αυτήν την πρόταση είναι ότι με τους χαμηλούς φορολογικούς συντελεστές θα γίνουν επενδύσεις στη χώρα (κυρίως από το εξωτερικό) καθώς το περιθώριο κέρδους θα είναι πιο υψηλό. Το μοντέλο αυτό εφαρμόστηκε στην Ιρλανδία πριν τη κρίση και φαίνεται να απέδωσε για κάποιο διάστημα υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης. Οι εταιρικοί φορολογικοί συντελεστές κατέβηκαν στο 10% και έγιναν πολλές ξένες επενδύσεις κυρίως από τις Η.Π.Α. και τη Μεγάλη Βρετανία. Ωστόσο, οι φορολογικοί συντελεστές δεν ήταν ο μόνος λόγος που έγιναν αυτές οι επενδύσεις. Ένας από τους βασικούς λόγους ήταν η ύπαρξη ενός επιχειρηματικού περιβάλλοντος παρόμοιου με τη Μεγάλη Βρετανία και ενός εργατικού δυναμικού με μητρική γλώσσα τα αγγλικά. Επίσης, η εγγύτητα του Δουβλίνου στο Λονδίνο έπαιξε ένα σημαντικό ρόλο. Παρόλα αυτά, επενδύσεις έγιναν σχεδόν αποκλειστικά στον τομέα των υπηρεσιών και όχι στη βιομηχανία ή στη βιοτεχνία. Άλλωστε, σε αυτούς τους τομείς εδώ και χρόνια οι μεγάλες επιχειρήσεις έχουν μετακομίσει στην Ασία όπου τα ημερομίσθια είναι πάρα πολύ χαμηλά. Έτσι, οι πολλές ξένες επενδύσεις έγιναν μπούμερανγκ για την Ιρλανδική οικονομία με το που ξέσπασε η κρίση, καθώς πολλές από αυτές τις ξένες επιχειρήσεις έφυγαν από τη χώρα (χωρίς μεγάλο κόστος εφόσον μιλάμε για υπηρεσίες) με αποτέλεσμα να επιτείνουν την ύφεση. Η Ελλάδα δεν έχει κανένα από τα υπόλοιπα χαρακτηριστικά της Ιρλανδίας ώστε να γίνει ελκυστική για επενδύσεις μόνο από τη μείωση των φορολογικών συντελεστών και, φυσικά, βρίσκεται ήδη σε βαθιά κρίση γεγονός που δημιουργεί ένα αποτρεπτικό περιβάλλον για σοβαρές επενδυτικές προσπάθειες όσο και να πέσουν οι φορολογικοί συντελεστές. Από την άλλη, η σύγκριση της Ελληνικής οικονομίας με αυτές της Βουλγαρίας και της ΠΓΔΜ σε σχέση με την ελκυστικότητα στις ξένες επενδύσεις στερείται οποιασδήποτε βάσης, εκτός αν κάποιος προτείνει να πέσουν οι μισθοί στην Ελλάδα στα 200 και 150 ευρώ το μήνα που βρίσκονται σε αυτές τις χώρες.

Σε κάθε περίπτωση, όμως, δε χρειάζεται να βρούμε παραδείγματα ξένων χωρών για να εκτιμήσουμε την πρόταση για μείωση της φορολογίας των κερδών των επιχειρήσεων. Στην Ελλάδα έχουμε ήδη την ανάλογη εμπειρία. Από το 40% που ήταν ο φορολογικός συντελεστής για τα κέρδη των επιχειρήσεων το 2000, σήμερα βρίσκεται στο 20% σε μια τεράστια μείωση που ελάχιστες χώρες στον κόσμο έχουν πραγματοποιήσει. Η Ελλάδα έχει το δεύτερο χαμηλότερο συντελεστή στην Ευρω-ζώνη μετά την Ιρλανδία (η οποία ανέβασε τους συντελεστές στο 12,5%) και έναν από τους χαμηλότερους ανάμεσα στις 34 χώρες του Ο.Ο.Σ.Α. Επίσης, επιστημονικές έρευνες έχουν καταδείξει πως οι μεγάλες επιχειρήσεις δεν πληρώνουν ούτε καν το συγκεκριμένο φορολογικό συντελεστή λόγω των πολλών φοροαπαλλαγών που υπάρχουν, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τις τράπεζες που το 2007 με φορολογικό συντελεστή 25% πλήρωσαν μόλις το 17% των κερδών τους ως φόρο. Ποιο ήταν το αποτέλεσμα λοιπόν, αυτών των πολιτικών των κυβερνήσεων των τελευταίων δέκα χρόνων;

Στο θέμα των ξένων επενδύσεων, όπως είναι γνωστό, το αποτέλεσμα ήταν σχεδόν μηδενικό. Παρά την πολύ μεγάλη μείωση των φορολογικών συντελεστών η Ελλάδα δε μετατράπηκε σε μια «χώρα-κράχτη» ξένων επενδύσεων. Υπάρχουν πολλοί λόγοι για αυτό που πρέπει να αναλυθούν ξεχωριστά, το σίγουρο ωστόσο είναι πως η τεράστια μείωση των συντελεστών δεν έφερε ξένες επενδύσεις. Τι έφερε όμως; Η μείωση αυτή ήταν ένας από τους λόγους (αν και όχι πολυδιαφημισμένος) για τη δημιουργία των ελλειμμάτων του προϋπολογισμού όλα τα προηγούμενα χρόνια. Για παράδειγμα το 2007 με το αναθεωρημένο έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης στα 14,5 δισ. ευρώ οι συνολικοί φόροι από επιχειρήσεις ανήρθαν σε 77,6 δισ. ευρώ με συντελεστή φορολόγησης 25% (στοιχεία από την Eurostat). Αν ο φορολογικός συντελεστής ήταν στο 30%, όπως για παράδειγμα στην Ισπανία, το Ελληνικό κράτος θα εξοικονομούσε το ποσό των 15,5 δισ. ευρώ, θα κάλυπτε, δηλαδή το έλλειμμα του έτους και θα απέμενε και ένα δισεκατομμύριο ευρώ. Είναι προφανές ότι η μείωση των φορολογικών συντελεστών δεν έφερε επενδύσεις ενώ έπαιξε σημαντικό ρόλο στη δημιουργία των ελλειμμάτων.

Έτσι, αν κάποιος ήθελε να κάνει μια πρόταση αποκλειστικά για τη φορολογία των επιχειρήσεων που θα βοηθούσε την οικονομική κατάσταση σήμερα, θα ήταν η αύξηση και όχι η μείωση των φορολογικών συντελεστών των εταιρικών κερδών. Βέβαια, στο πλαίσιο της κρίσης, η αύξηση δεν μπορεί να γίνει σε έναν ενιαίο φορολογικό συντελεστή και έτσι να επιβαρυνθούν και άλλο μικρομεσαίες επιχειρήσεις και αυτοαπασχολούμενοι.. Θα μπορούσε να ακολουθηθεί το παράδειγμα της Μεγάλης Βρετανίας όπου τα κέρδη των μικρομεσαίων επιχειρήσεων φορολογούνται με μικρότερο φορολογικό συντελεστή και έτσι να ανέβουν μόνο οι φορολογικοί συντελεστές των κερδών των μεγάλων επιχειρήσεων που ούτως ή άλλως έχουν συσσωρεύσει πολλά εκατομμύρια κερδών τα τελευταία χρόνια. Καθώς οι μεγάλες επιχειρήσεις φέτος πρόκειται να δηλώσουν χαμηλά κέρδη λόγω της κρίσης αλλά και της «δημιουργικής λογιστικής», τέτοια μέτρα πρέπει να έχουν μόνιμο χαρακτήρα με ταυτόχρονη κατάργηση των πολλών φοροαπαλλαγών αν θέλουμε πραγματικά να περιορίσουμε τα ελλείμματα.

* Ο Χρήστος Γραμπόβας διδάσκει στο Τμήμα Διοίκησης Επιχειρήσεων του Πανεπιστημίου Carlos III της Μαδρίτης

Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα "Αγγελιοφόρος" την Παρασκευή 10 Ιουνίου 2011

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Στην εκπομπή της ΕΡΤ3 ΕπιΚΟΙΝΩΝΙΑ

4. Μνήσθητι την ημέραν του Σαββάτου

Στην εκπομπή "Allegro μα με τρόπο"